λοφνίς

λοφνίς
λοφνίς, -ίδος, ἡ (Α)
δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα -ίς, -ία και ανάγονται σε *λόφνος (πιβ. < *λόπ-σν-ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα -σν-ο, πρβλ. και λύχνος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λάμπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λοφνίς — torch made of vine bark fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφνίδα — λοφνίς torch made of vine bark fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφνίδας — λοφνίς torch made of vine bark fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφνίδες — λοφνίς torch made of vine bark fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφνίδων — λοφνίς torch made of vine bark fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφνίσιν — λοφνίς torch made of vine bark fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφνία — λοφνία, ἡ (Α) η λοφνίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λοφνίς] …   Dictionary of Greek

  • λοφνίδιον — λοφνίδιον, τὸ (Α) [λοφνίς] (κατά τον Ησύχ.) «λοφνίδια λαμπάδια» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”